Κρονιάς

Κρονιάς
Κρον-ιάς, άδος, , fem. of Κρόνιος: αἱ K. (sc. ἡμέραι), = Saturnalia, Plu.Cic.18.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρονιάς — κρονιάς, άδος, ἡ (Α) [κρόνιος] το θηλ. τού επιθ. κρόνιος* («Κρονιάδες [ενν. ήμέραι]» οι μέρες κατά τις οποίες γινόταν η εορτή τού Κρόνου) …   Dictionary of Greek

  • Κρονίας — Κρονίᾱς , Κρόνιος of Cronos fem acc pl Κρονίᾱς , Κρόνιος of Cronos fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρονιάδων — Κρονιάς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”